- λαθίφρων
- λαθίφρωνforgetfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
λαθίφρονα — λαθίφρων forgetful neut nom/voc/acc pl λαθίφρων forgetful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθίφρονι — λαθίφρων forgetful dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθίφρονος — λαθίφρων forgetful gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθιφροσύνη — λαθιφροσύνη, ἡ (Α) [λαθίφρων] απερισκεψία … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek